Στις 5 Ιουλίου 1989 ο Σάσα και η Σίλβα Λόβρεν υποδέχτηκαν το πρώτο τους παιδί. Τότε έμεναν στη Ζένιτσα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, μία πόλη 70 χλμ. βορειοδυτικά του Σαράγεβο, με μεικτό πληθυσμό σερβικής και κροατικής καταγωγής, αλλά και μουσουλμάνους κατοίκους.
O Ντέγιαν Λόβρεν μεγάλωσε στο Κράλιεβα Σουτγιέσκα, ένα χωριό λίγο έξω από την πόλη της Ζένιτσα, που βίωσε τη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μένοντας στην ιστορία για τη «σφαγή της Ζένιτσα», ένα αιματηρό επεισόδιο με 16 νεκρούς αθώους πολίτες και πάνω από 50 τραυματίες τον Απρίλιο του 1993.
Ο Κροάτης άσος δεν ξεχνά πως μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία μεταμορφώθηκε και άλλαξε σε μια στιγμή. «Απλώς άλλαξε η ζωή μας μέσα σε μια νύχτα», λέει. «Ένας πόλεμος μεταξύ όλων, τρεις διαφορετικές κουλτούρες. Οι άνθρωποι απλώς άλλαξαν. Θυμάμαι μόνο ότι οι σειρήνες ηχούσαν στα αφτιά μας. Φοβόμουν τόσο πολύ γιατί αμέσως σκεφτόμουν: «βόμβες».
«Θυμάμαι με πήρε η μαμά μου και πήγαμε στο υπόγειο, δεν ξέρω πόση ώρα καθόμασταν εκεί, νομίζω ότι ήταν μέχρι να σταματήσουν οι σειρήνες. Μετά, φύγαμε όλοι οικογενειακώς, πήραμε το αυτοκίνητο και οδηγούσαμε μέχρι να φτάσουμε στη Γερμανία. Αφήσαμε τα πάντα – το σπίτι, το μαγαζί, όλα τα υπάρχοντα μας, πήραμε μια τσάντα και είπαμε «πάμε στη Γερμανία».
Η Γερμανία έγινε το δεύτερο σπίτι
Συνολικά, ήταν έντεκα μέλη της οικογένειας Λόβρεν που έκαναν το ταξίδι των 17 ωρών μέσα από πολλά σημεία ελέγχου πριν εγκατασταθούν σ’ ένα μικρό ξύλινο σπίτι του παππού τους στο Μόναχο.
Ο Λόβρεν σχεδόν καταρρέει κάθε φορά που συζητά για τις φρικαλεότητες που συνέβησαν στη χώρα όπου γεννήθηκε εκείνη την εποχή – συμπεριλαμβανομένου του θανατηφόρου μαχαιρώματος του αδελφού του θείου του. Την ίδια ώρα μιλάει για την τύχη του που είχε να είναι μέλος μιας οικογένειας, που βρήκε καταφύγιο και εργασία σε μια χώρα που ήταν τόσο ανοιχτή στην υποδοχή προσφύγων στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
«Η μητέρα μου είπε ότι η Γερμανία είναι το δεύτερο σπίτι μας και αυτό ισχύει και για μένα. Η Γερμανία μας άνοιξε την αγκαλιά της. Δεν ξέρω ποια [άλλη] χώρα θα το έκανε αυτό εκείνη τη στιγμή, για να υποδεχτεί τους πρόσφυγες από τη Βοσνία».
Απόδραση μέσω του ποδοσφαίρου
Ήταν στο Μόναχο όπου ο πρώην παίκτης της Λίβερπουλ βρήκε την αγάπη για το ποδόσφαιρο σε μια τοπική ομάδα.
«Είχα τόσα πολλά είδωλα εκείνη την εποχή, οπότε πήγα στο προπονητικό κέντρο της Μπάγερν Μονάχου σε ηλικία 6 ή 7 ετών και έβγαλα μερικές φωτογραφίες με τους σούπερ σταρ εκείνη την εποχή – τον Λιζαραζού, τον Ματέους. Ήταν η πατρίδα μου. Λατρεύω τη Γερμανία».
Πάντως, ο Λόβρεν παραδέχεται ότι η παραμονή της οικογένειάς του στη Γερμανία ήταν πάντα εύθραυστη. Κάθε έξι μήνες οι γονείς του έπρεπε να κάνουν αίτηση για άδεια παραμονής στη χώρα και, λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ήρθε η στιγμή που απορρίφθηκε και η οικογένεια αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κροατία, ενώ το περιβάλλον στην ευρύτερη περιοχή ήταν ακόμη ασταθής.
Και πάλι το ποδόσφαιρο αποδείχθηκε κάτι το σωτήριο για τον Ντέγιαν. Αρχικά είχε προβλήματα στο σχολείο, λόγω της γερμανικής προφοράς του και της αδυναμίας του να μιλήσει και να γράψει κροατικά «σωστά», αλλά η ικανότητά του στο γήπεδο του αποδείχθηκε σωτήρια. Μέσα από το ποδόσφαιρο κέρδισε το σεβασμό και του ανέβασε την αυτοπεποίθηση, αφού αρχικά ένιωσε την απόρριψη και το bullying. «Με κορόιδευαν επειδή δεν μιλούσα σωστά τη γλώσσα. Στο σπίτι μιλούσαμε πάντα κροατικά, έτσι κι εγώ μιλούσα στους συμμαθητές μου, αλλά δεν είχα καλή προφορά κι έκαναν ότι δεν με καταλάβαιναν. Κάποιοι με φώναζαν ξένο και μου έλεγαν να φύγω». Από το φόβο μήπως καταλήξει ένα παιδί μοναχικό και κλεισμένο στον εαυτό του, ο πατέρας του τον πίεσε να συνεχίσει το ποδόσφαιρο σε μια μικρή τοπική ομάδα, την Ίλοβατς.
Ωστόσο, η ζωή αποδείχθηκε σκληρή. Από την εποχή που λειτουργούσαν ένα επιτυχημένο κατάστημα στο χωριό τους, η μαμά και ο μπαμπάς του αναγκάστηκαν να βρουν άλλες δουλειές σε εργοστάσια με χαμηλούς μισθούς, ενώ ο πατέρας του ήταν βαφέας σπιτιών.
Δίνοντας μια ευκαιρία στους πρόσφυγες
Το σήμερα έρχεται σε έντονη αντίθεση με τα όσα βίωσε ως παιδί γι’ αυτό και μιλάει ανοιχτά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στο να μάθει στα δύο παιδιά του την αξία των χρημάτων από την στιγμή που έγινε ένας ποδοσφαιριστής με πάρα πολλά χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό του. Δεν διστάζει να συζητήσει, επίσης, τη σημασία της εκπαίδευσης των παιδιών και του ευρύτερου πληθυσμού σχετικά με τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες, ιδιαίτερα στο τρέχον πολιτικό κλίμα.
«Όταν βλέπω τι συμβαίνει σήμερα [με τους πρόσφυγες] θυμάμαι απλώς ένα πράγμα, την οικογένειά μου και πώς οι άνθρωποι δεν σε θέλουν στη χώρα τους. Καταλαβαίνω ότι οι άνθρωποι θέλουν να προστατέψουν τον εαυτό τους, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουν σπίτια. Δεν φταίνε αυτοί, παλεύουν για τη ζωή τους μόνο και μόνο για να σώσουν τα παιδιά τους. Θέλουν ένα ασφαλές μέρος για τα παιδιά τους και το μέλλον τους. Όλα αυτά τα πέρασα και ξέρω τι περνούν κάποιες οικογένειες. Δώστε τους μια ευκαιρία, δώστε τους μια ευκαιρία. Μπορείτε να δείτε ποιοι είναι οι καλοί άνθρωποι και ποιοι όχι».